- κτηνοτροφεῖον
- κτηνοτροφ-εῖον, τό,A cattle-stall, Gp.15.8 tit.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κτηνοτροφεῖα — κτηνοτροφεῖον cattle stall neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτηνοτροφείο — το (Μ κτηνοτροφεῑον) [κτηνοτρόφος] χώρος με τις απαραίτητες εγκαταστάσεις στον οποίο εκτρέφονται ζώα, κτηνοστάσιο … Dictionary of Greek